- λίξουρος
- λίξουρος, -ον (Μ)1. άπληστος, πλεονέκτης2. λαίμαργος, λιχούδης3. το ουδ. ως ουσ. τὸ λίξουρονη πλεονεξία, η απληστία.[ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. < λίξηςγια τη σχέση του με το λείχω βλ. λίξης].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
λιξουρία — λιξουρία, ἡ (Μ) απληστία, πλεονεξία. [ΕΤΥΜΟΛ. < λίξουρος (για τη σχέση του με το λείχω βλ. λίξης) είναι πιθ. να επέδρασε στον σχηματισμό τής λ. ο λατ. τ. luxuria «αφθονία, περίσσεια ασωτία»] … Dictionary of Greek